- αναθλίβω
- (αόρ. ανέθλιψα, παθ. αόρ. ανεθλίβην) μετ.1) жать, сжимать, давить; 2) выжимать -
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναθλίβω — (Α ἀναθλίβω) πιέζω, συμπιέζω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θλίβω. ΠΑΡ. ανάθλιψη ( ις)] … Dictionary of Greek
ἀναθλῖβον — ἀναθλίβω force up pres part act masc voc sg ἀναθλίβω force up pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναθλίβουσι — προσαναθλί̱βουσι , πρόσ ἀναθλίβω force up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσαναθλί̱βουσι , πρόσ ἀναθλίβω force up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθλιβόμενον — ἀναθλῑβόμενον , ἀναθλίβω force up pres part mp masc acc sg ἀναθλῑβόμενον , ἀναθλίβω force up pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθλιβόντων — ἀναθλῑβόντων , ἀναθλίβω force up pres part act masc/neut gen pl ἀναθλῑβόντων , ἀναθλίβω force up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθλίβει — ἀναθλί̱βει , ἀναθλίβω force up pres ind mp 2nd sg ἀναθλί̱βει , ἀναθλίβω force up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθλίβοντα — ἀναθλί̱βοντα , ἀναθλίβω force up pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναθλί̱βοντα , ἀναθλίβω force up pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθλίβουσιν — ἀναθλί̱βουσιν , ἀναθλίβω force up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναθλί̱βουσιν , ἀναθλίβω force up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάθλιβε — ἀνάθλῑβε , ἀναθλίβω force up pres imperat act 2nd sg ἀνάθλῑβε , ἀναθλίβω force up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάθλιψη — η (Α ἀνάθλιψις) [ἀναθλίβω] πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek